- εργάθω
- ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ τού ενεστ. θέμ. τού είργω].
Dictionary of Greek. 2013.